- αἰθρηγενής
- αἰθρη-γενής, ές, ([etym.] γενέσθαι)A borninclear sky,
Βορέας Il.15.171
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Βορέας Il.15.171
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιθρηγενής — αἰθρηγενής, ές (Α) ο αιθρηγενέτης … Dictionary of Greek
αἰθρηγενής — borninclear sky masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθρηγενέεσσιν — αἰθρηγενής borninclear sky masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθρηγενέος — αἰθρηγενής borninclear sky masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθρηγενέτην — αἰθρηγενής borninclear sky masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθρηγενέτης — αἰθρηγενής borninclear sky masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθρηγενέτου — αἰθρηγενής borninclear sky masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτιγενής — ἀρτιγενής, ές (Α) αυτός που μόλις γεννήθηκε ή έγινε. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρτι * + γενής < γένος (πρβλ. αειγενής, αιθρηγενής)] … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek